- πελανόν
- πελανόςany thick liquid substancemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέλανον — πέλανος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαγνίζω — (AM καθαγνίζω) καθιστώ κάτι αγνό, εξαγνίζω, καθαρίζω («τὸν τόπον θείῳ καὶ δᾳδὶ καθαγνίζειν», Λουκιαν.) αρχ. 1. προσφέρω ως εξιλεωτική θυσία («πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας» αφού προσέφερε πάνω στην πυρά τού βωμού ως θυσία μίγμα από αλεύρι, μέλι και … Dictionary of Greek
καλλίφλοξ — καλλίφλοξ, ογος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που αναδίδει ωραία φλόγα («θεοῑσιν... καλλίφλογα πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φλόξ, φλογός] … Dictionary of Greek
μεδέων — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φωκίδας. Ήταν χτισμένη πάνω σε λόφο της οροσειράς Δεσφίνης Άσπρων Σπιτιών, σε έναν μικρό όρμο που σχηματιζόταν στον Αντικυραίο κόλπο. Σώζονται ακόμα μερικά ερείπια των τειχών της. Ο Όμηρος τη μνημονεύει στην… … Dictionary of Greek
πελανός — και πέλανος, ό, Α 1. κάθε πυκνόρρευστο υγρό, όπως, λ.χ. το λάδι και β) το πηχτό αίμα («ῥοφεῑν ἐρυθρὸν ἐκ μελέων πελανόν», Αισχύλ.) 2. παχύρρευστο μίγμα από αλεύρι, μέλι και λάδι, το οποίο έχυναν ή έκαιγαν στους βωμούς ως προσφορά στους θεούς 3.… … Dictionary of Greek